[περί φλαμένκο]
ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ Ή FLAMENCO;
Παίρνοντας αφορμή από τα e-mail σας και τις συζητήσεις που διαβάζω στο Forum του περιοδικού, σκέφτηκα να γράψω δύο λόγια που ελπίζω να είναι διαφωτιστικά όσον αφορά την σχέση της κλασικής κιθάρας με την κιθάρα Flamenco.
Η εμπειρία μου έχει δείξει ότι οι περισσότεροι κλασικοί κιθαρίστες έχουν φλερτάρει με το flamenco, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που στην ουσία θα προτιμούσαν να παίζουν flamenco αλλά δεν μπορούν να βρουν τον τρόπο που θα τους οδηγήσει στην κατάκτηση της γνώσης αυτής της τέχνης. Εδώ ας σημειωθεί ότι ο προβληματισμός της μίξης των δύο στυλ δεν αφορά μόνο τους κλασικούς κιθαρίστες που θέλουν να προσεγγίσουν το flamenco αλλά και (στην Ισπανία) τους flamencos που θέλουν να μελετήσουν ή να πάρουν στοιχεία από την κλασική. Συνήθως, στα πρώτα βήματα κυρίως, και οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν αυτήν τη μίξη με ανασφάλεια, δικαιολογημένη ίσως για κάποιον που έχει μάθει να κινείται στα στενά πλαίσια μιας παράδοσης. Οι μεν κλασικοί κιθαρίστες φοβούνται μήπως εκτραχυνθεί ο ήχος τους, οι δε flamencos μήπως χάσουν τον αυθορμητισμό και τον χαρακτηριστικό αέρα που έχει το παίξιμο της flamenco κιθάρας.
Για να μπορέσουμε να πούμε αν η τεχνική και η νοοτροπία της κλασικής κιθάρας μπορούν να συνδυαστούν με του flamenco θα πρέπει πρώτα να αποδομήσουμε τα δύο στυλ στα βασικά τους χαρακτηριστικά για να μπορέσουμε να δούμε σε ποια σημεία διαφέρουν και σε ποια αλληλοκαλύπτονται. Ταυτόχρονα θα πρέπει να αναζητήσουμε την μουσική φύση του ίδιου του οργάνου.
Σε δεύτερη φάση θα είχε ενδιαφέρον να δούμε αν υπάρχουν ήδη επαγγελματίες τόσο στον ελληνικό όσο και στο διεθνή χώρο που έχουν ήδη συνδυάσει τα δύο στυλ με επιτυχία. Χαρακτηριστικά αναφέρω τον Canizarez ο οποίος ξεκίνησε ως κλασικός κιθαρίστας και τώρα κάνει καριέρα ως κιθαρίστας flamenco, αλλά και τον Pepe Romero, ο οποίος ξεκίνησε ως κιθαρίστας flamenco αλλά έγινε διεθνώς γνωστός ως κλασικός. Πέραν αυτού υπάρχουν και συνεργασίες των εκπροσώπων των δύο στυλ όπως αυτή του John Williams με τον Paco Pena, ενώ σαν ξεχωριστή περίπτωση αξίζει να αναφερθεί ότι o Leo Brouwer (που έγινε διεθνώς γνωστός πολύ περισσότερο ως συνθέτης παρά ως σολίστ) αναφέρει πάντοτε στο βιογραφικό του ότι ξεκίνησε ως αυτοδίδακτος κιθαρίστας flamenco επηρεασμένος από τον Sabicas. Εξάλλου το συνθετικό του έργο περιλαμβάνει πέραν των έξι κονσέρτων για κλασική κιθάρα και ορχήστρα κι ένα για flamenco κιθάρα και ορχήστρα (La Poeta) έργο που έγραψε μαζί με το σύγχρονο σταρ της flamenco κιθάρας Vicente Amigo. Κι επειδή καλό είναι να γνωρίζουμε και τα τεκταινόμενα στον ελληνικό χώρο θα αναφέρω το έργο «2 concerti» του Μιχάλη Τραυλού (στον οποίο θα γίνει ειδικό αφιέρωμα μέσα από τις σελίδες του TAR) για κιθάρα και ορχήστρα, όπου ο συνθέτης έχει συγκεράσει σ’ ένα έργο τις τεχνικές τόσο της κλασικής όσο και της flamenco κιθάρας. (Το έργο παίχτηκε σε πρώτη εκτέλεση από την ορχήστρα των χρωμάτων υπό την διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη και σολίστ τον Χρίστο Τζιφάκι).
Ας εξετάσουμε όμως ξεχωριστά τα τεχνικά χαρακτηριστικά των δυο στυλ. –Μια ορθολογική ανάλυση και αποδόμηση των επιμέρους στοιχείων μπορεί να οδηγήσει σε μια στέρεα γνώση που θα αποτελέσει το εργαλείο της καλλιτεχνικής έκφρασης-
Α. ΚΛΑΣΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ
Βασικό στοιχείο της κλασικής τεχνικής αποτελεί η ίδια της η στάση (η κιθάρα στηρίζεται στο αριστερό πόδι που είναι υπερυψωμένο με την χρήση υποποδίου). Από αυτήν τη στάση προκύπτει μια σειρά τεχνικών χαρακτηριστικών που αφορούν τα χέρια, όπως είναι η γωνία κρούσης της χορδής, το παίξιμο κατά βάση κοντά στην ροζέτα, η οριζόντια κίνηση του αριστερού χεριού κ.α., που με την σειρά τους εξυπηρετούν τις εκφραστικές απαιτήσεις του μεγαλύτερου μέρους του κλασικού ρεπερτορίου. Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ενιαίο κλασικό ήχο αφού άλλες είναι οι εκφραστικές απαιτήσεις για να παίξει κανείς Giuliani ή Sor και άλλες για να παίξει Rodrigo ή Brouwer. Παρ’ όλα αυτά αυτό που αποτελεί κατά την προσωπική μου άποψη το καθαρότερο χαρακτηριστικό ενός ολοκληρωμένου κλασικού κιθαρίστα είναι το πολυφωνικό παίξιμο που απαιτεί στην κλασική κιθάρα ακρίβεια με μια αυστηρότερη έννοια απ’ ότι σε άλλα στυλ. Από αυτήν την ανάγκη προκύπτουν ορισμένες τεχνικές απαιτήσεις και περιορισμοί, όπως είναι π.χ. η χρήση tirando η του appoyando κ.α. όμως η κιθάρα είναι και κρουστό όργανο πλούσιο σε ηχοχρώματα και θα πρέπει ν’ αναζητήσει κανείς αυτές τις εκφραστικές δυνατότητες σχεδόν αποκλειστικά σε έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου.
Σε πολύ γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η κλασική τεχνική δεν είναι κωδικοποιημένη όπως αυτή του flamenco και στην ουσία κάθε στυλ (Barok – κλασικό – ρομαντικό – σύγχρονο) θέλει την δική του προσέγγιση.
Β. ΚΙΘΑΡΑ FLAMENCO
Η κιθάρα flamenco στηρίζεται (με διάφορους τρόπους) στο δεξί πόδι. Η στάση αυτή εξυπηρετεί το σύνολο των τεχνικών του δεξιού χεριού – κυρίως το ρυθμικό παίξιμο και τα rasgueados – φέρνοντας το, πιο κοντά στον καβαλλάρη, όπου οι χορδές είναι πιο σκληρές με τα αποτελέσματα το χέρι να έχει καλλίτερα ρεφλέξ και να μπορεί να παίξει γρηγορότερα. Ο αντίχειρας παίζει κατά βάση appoyando, ακόμη κι όταν παίζεται το χαρακτηριστικό πεντάηχο tremolo του flamenco ή alzapua «διπλοπενιά). Τα rasgueados χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτά που παίζονται χωρίς αντίχειρα, οπότε ο αντίχειρας θα πρέπει να στηρίζεται στην έκτη χορδή ή στο καπάκι και β) τα abanicos (βεντάλια) αυτά δηλαδή που παίζονται και με τον αντίχειρα κι έχουν πολύ πιο ηχηρό αποτέλεσμα. Όσον αφορά τις κλίμακες αυτές παίζονται με im ή ia appoyando η όπως χαρακτηριστικά λέγεται στην flamenco ορολογία picado (καρφωτά) κοντά στον καβαλλάρη έχοντας στο μεγαλύτερο μέρος τους κατιούσα φορά. Τα αρπίσματα είναι διαφόρων ειδών και ρυθμικών σχημάτων. Χαρακτηριστικό πάντως είναι το εξάηχο που επαναλαμβάνεται συχνά κυρίως στα Palos του cante jondo.
(Solea, Siguiriya, Granaina, Taranta, Minera κ.α.)
Οι παραπάνω τεχνικές εκτελούνται συνήθως η μια ξεχωριστά από την άλλη χωρίς να αποκλείεται η μίξη τους (όπως π.χ. arpegio με picado) κι αυτό γιατί κάθε μια από αυτές απαιτεί διαφορετική θέση του δεξιού χεριού πάνω στις χορδές. Για τις τεχνικές του αντίχειρα για παράδειγμα το δεξί χέρι θα πρέπει να τοποθετηθεί χαμηλότερα ενώ για τις κλίμακες ψηλότερα ώστε να μπορέσουν τα δάκτυλα να κρούσουν τις χορδές κάθετα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τεχνικές του flamenco παραμένουν κατά βάση οι ίδιες κι ότι εφαρμόζονται με παρόμοιο τρόπο σε όλες τις φόρμες αλλά και σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης του flamenco κιθαρίστα με αποτέλεσμα να τελειοποιούνται διαρκώς αφού επαναλαμβάνονται συνέχεια. Εδώ θα πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψιν του ότι η χαρακτηριστική ταχύτητα των κιθαριστών του flamenco δεν είναι αποτέλεσμα μόνο μιας καλής τεχνικής (motoric) αλλά είναι άρρητα συνδεδεμένη με μια στέρεα αίσθηση του ρυθμού.
Επιγραμματικά αναφέρω ότι η κιθάρα flamenco είναι ελαφρώς διαφορετική από την κλασική με βασικότερα χαρακτηριστικά το στενότερο ηχείο και τις χορδές που βρίσκονται χαμηλότερα
ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΚΛΑΣΙΚΟΥ ΚΙΘΑΡΙΣΤΑ
Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες μπορούμε να πούμε ότι η εκπαίδευση του κλασικού κιθαρίστα βασίζεται – πέρα από τις τεχνικές ασκήσεις κιθάρας– στην σταδιακή του εξέλιξη μέσα από ένα ρεπερτόριο που γίνεται ολοένα και πιο απαιτητικό. Το ρεπερτόριο αυτό που προέρχεται από πολλές διαφορετικές αποχές συχνά αντιμετωπίζεται με τρόπο ενιαίο που από την μια μεριά οδηγεί σε μια ευρύτερη εμπειρία των στυλ της λόγιας μουσικής, από την άλλη σε μια συχνά ρηχή αντιμετώπιση των μουσικώς ιδεών, μιας και οι φόρμες είναι πολλές και διαφορετικές. Από την άλλη μεριά αποκλείεται ο αυτοσχεδιασμός. Βέβαια μια προσεκτικότερη μελέτη της ιστορίας της μουσικής θα μας δείξει ότι οι μεγάλοι σολίστ και συνθέτες του παρελθόντος, υπήρξαν δεινοί αυτοσχεδιαστές (Bach, Beethoven, Chopin, Liszt κ.α.)και δεν ξέρουμε αν θα έμπαιναν στον κόπο να γράψουν αρκετά από τα έργα τους (κυρίως αυτά που είναι solo και λιγότερο αυστηρά από άποψη αρχιτεκτονικής οργάνωσης) εάν είχαν τα σημερινά μέσα ηχογράφησης. Ασφαλώς όμως το πέρασμα από ένα ρεπερτόριο αυστηρά δομημένο, οδηγεί με τα χρόνια σε μια στέρεη αίσθηση της φόρμας και της εναλλαγής των μερών που μπορεί ν’ αποδειχθεί πολύ χρήσιμη όσον αφορά τη σύνθεση η απλά το «στήσιμο» ενός κομματιού.
Βέβαια το υπόβαθρο ενός μουσικού δεν αναζητάται μόνο στις σπουδές του, στην ευρυμάθειά του και στις μουσικές του ικανότητες, αλλά και στην σκηνική του εμπειρία. Αυτό το τελευταίο κομμάτι το θεωρώ πολύ σημαντικό και συμφωνώ με τους λαϊκούς μουσικούς που πιστεύουν ότι ο μουσικός «ψήνεται» στην σκηνή.
Εάν δούμε τώρα έναν μέσο κλασικό κιθαριστή (δεν αναφέρομαι σε περιπτώσεις εξαιρετικά προικισμένων ατόμων) τότε θα διαπιστώσουμε ότι η σκηνική του πείρα μέχρι να φτάσει σ’ ένα επίπεδο Ανωτέρας, είναι σχεδόν μηδαμινή. Αυτό οφείλεται και στην οργάνωση των φορέων που διδάσκουν αλλά και – κακά τα ψέματα- στο ίδιο το ρεπερτόριο που συχνά είναι βαρετό για το ακροατήριο. Ο κλασικός κιθαριστής είναι αναγκασμένος να μελετήσει πραγματικά πάρα πολύ πριν να είναι σε θέση να σταθεί απέναντι από το ακροατήριο του και να παίξει κάτι που θα έχει πραγματικό ενδιαφέρον. Από εκεί και πέρα η πορεία του έχει να κάνει –αν θέλει να παραμείνει ενεργός ως σολίστ- με διαγωνισμούς, συμμετοχές σε φεστιβάλ κ.α. γνωρίζοντας ότι το κοινό του είναι συγκεκριμένο, στο μεγαλύτερο μέρος του, μερικώς μυημένο και απαιτητικό.
Εκτός από τα παραπάνω σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός μουσικού παίζει η εμπειρία του να παίζει μαζί με άλλους. Όσον αφορά αυτό το κομμάτι, ο κλασικός κιθαριστής είναι στα πρώτα βήματά του κατά βάση μόνος και –τουλάχιστον στην Ελλάδα- μόνο στην Ανωτέρα είναι υποχρεωμένος να παίξει μουσική δωματίου (κάτι που δεν τηρείται πάντοτε) ενώ αυτοί που θα ξεχωρίσουν θα έχουν την δυνατότητα να παίξουν με μια ορχήστρα.
Η έλλειψη εμπειρίας του ομαδικού παιξίματος έχει σαν αποτέλεσμα να υστερεί συχνά κυρίως η ρυθμική αντίληψη. Δεν είναι άλλωστε σπάνιο το φαινόμενο του να βλέπουμε βιρτουόζους της κλασικής κιθάρας να στέκονται ως σολίστ μπροστά από μια ορχήστρα και να παίζουν άρρυθμα θεωρώντας ότι ο μαέστρος είναι πάντα υποχρεωμένος ν’ ακολουθεί τις ανακρίβειες τους.
ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ FLAMENCO ΚΙΘΑΡΙΣΤΑ
Ίσως θα ήταν περιττό να πούμε ότι θ’ αναζητήσουμε υπόβαθρο του flamenco κιθαρίστα στην ισπανική παράδοση, παρ’ όλα αυτά όλο και περισσότεροι κιθαρίστες στον κόσμο παίζουν ή προσπαθούν να παίξουν flamenco αναζητώντας τρόπους προσέγγισης περισσότερο η λιγότερο αυθαίρετους. Στην Ισπανία δεν υπάρχουν πολλές οργανωμένες σχολές flamenco. Συνήθως οι νέοι ξεκινούν κοντά σε κάποιον δάσκαλο (συχνά μέσα από την οικογένεια τους), ενώ η συνέχεια της εξέλιξής τους δεν είναι οργανωμένη σε βαθμίδες όπως είναι οι αντίστοιχες της κλασικής κιθάρας. Παρ’ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια η διδασκαλία της κιθάρας flamenco έχει κατά κάποιο τρόπο ενταχθεί στο ακαδημαϊκό σύστημα, αλλά αφορά κιθαριστές που έχουν ήδη ένα υψηλό επίπεδο τεχνικής.
Ο νέος κιθαριστής στην Ισπανία, ξεκινάει συνήθως με μια προσέγγιση της κιθάρας κυρίως ως κρουστό όργανο, αφού από τα πρώτα του βήματα ασκείται στο ρυθμικό παίξιμο, Συχνά με κλειστές χορδές. Έτσι η εξάσκηση των rasgueados έχει ρόλο πρωτεύοντα και αποτελεί τον αρχικό άξονα της κιθαριστικής του προσέγγισης. Σιγά- σιγά μαθαίνει τους βασικούς τόνους ώστε να μπορέσει να συνοδεύσει το τραγούδι και τον χορό στα διαφορετικά στυλ (solea, buleria, siguiriya, alegria κ.α) και να γεμίζει τα κενά με μουσικές φράσεις (falsetas) παιγμένες αρχικά κυρίως με τον αντίχειρα. Από εκεί και πέρα οι κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει ένας κιθαρίστας flamenco είναι διαφορετικές. Κάποιοι θα μείνουν πιο κοντά στην παράδοση, κι έτσι μπορούν να εξελιχθούν σε άριστους ακομπανιατέρ (συνοδοί) του τραγουδιού και του χορού. Σε αυτήν την περίπτωση, η τεχνική τους στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα rasgueados και τις τεχνικές του αντίχειρα, αφού αυτές είναι οι τεχνικές που βγάζουν την μέγιστη δυναμική από την κιθάρα, αλλά και που χρησιμοποιούν το όργανο κατά βάση σαν κρουστό. Όσον αφορά αυτούς που φιλοδοξούν να γίνουν σολίστες η μελέτης τους και η αναζήτησή τους από κάποια φάση και μετά θα είναι διαφορετική απ’ ότι αυτόν που έχουν σαν κύριο στόχο, την συνοδεία. Και γι’ αυτούς ισχύει βεβαίως ότι πρέπει να μπορούν να συνοδεύουν τον χορό και το τραγούδι, αφού από εκεί θα πάρουν την βάση αλλά και την αίσθηση της φόρμας και του compas, ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να φέρουν όλες τις τεχνικές σε ισορροπία, πράγμα που απαιτεί πολλές ώρες εξάσκησης. Η αναζήτηση της προσωπικής γλώσσας και του ύφους είναι ζητούμενο, αφού αυτοί που θ’ αναζητήσουν την τύχη τους δισκογραφικά θα πρέπει να παρουσιάσουν πρωτότυπες συνθέσεις. Έτσι μπορούμε γενικά να πούμε ότι για το σύγχρονο flamenco και για τους κιθαρίστες της γενιάς μετά τον Paco de Lucia πέραν του compass και του flamenco τεχνικών, δεν υπάρχει κανένας άλλος περιορισμός ύφους, ενώ η αρμονική γλώσσα και η ενοχρηστρωτική άποψη μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία από την αμερικάνικη jazz ως την αραβική και ινδική μουσική. Αν δούμε την πορεία των περισσοτέρων βιρτουόζων του flamenco θα διαπιστώσουμε ότι άρχισαν τις δημόσιες εμφανίσεις τους από πολύ νωρίς, από τα πρώτα τους σχεδόν βήματα, συνοδεύοντας κατά κύριο λόγο χορευτές και τραγουδιστές. Πολύ συχνά δε οι μεγάλοι βιρτουόζοι του είδους παίρνουν τους καλύτερους μαθητές τους σαν δεύτερη κιθάρα στις συναυλίες τους, μέχρι που κάποια στιγμή οι νεώτεροι ωριμάζουν, ανακαλύπτουν το προσωπικό τους στυλ και κάνουν την δική τους κιθαριστική καριέρα.
Χαρακτηριστικά αναφέρω το παράδειγμα του Manolo Sanlucar του οποίου μαθητές υπήρξαν ο Vicente Amigo και ο Rafael Rigueni.
Συμπερασματικά
Αφού είδαμε συνοπτικά το γενικό προφίλ τόσο της κλασικής όσο και της flamcenco κιθάρας, μένει να κάνουμε μια σύγκριση. Όσον αφορά το καθαρά τεχνικό μέρος, οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Κι επειδή αναφέρομαι στους Έλληνες κιθαριστές δεν θεωρώ ότι είναι δύσκολο να μάθουν σωστά τις τεχνικές του flamenco, τις οποίες μπορούν απλώς να δανειστούν και να εφαρμόσουν σε ορισμένα κομμάτια του κλασικού ρεπερτορίου ώστε να δώσουν ένα χαρακτήρα πιο δυναμικό. Επίσης ο τρόπος που μελετούν τις κλίμακες οι κιθαρίστες του flamenco, μπορεί να βοηθήσει τους κλασικούς κιθαριστές να αποκτήσουν ταχύτητα και δύναμη, κάτι στο οποίο πολύ συχνά υστερούν. Έτσι λοιπόν ο κλασικός κιθαριστής όχι μόνο θα απαγορεύεται, αλλά θα έπρεπε να μελετήσει κάποιες από τις τεχνικές του flamenco, κι αν αυτό γίνεται με πειθαρχία και ακρίβεια, τότε δεν έχει κανέναν λόγο να αισθάνεται ανασφαλής.
Ας μην ξεχνάμε ότι αν αναλύσουμε την τεχνική της κλασικής κιθάρας καθαρά κινησιολογικά, θα δούμε ότι όλες οι τεχνικές εκτελούνται με κίνηση προς τα μέσα (προς το καπάκι της κιθάρας), ενώ τα rasgueados του flamenco εκτελούνται προς τα έξω. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δυναμώνει το χέρι και να γίνονται πιο γρήγορα τα δάκτυλα. Ενώ σκεφτόμαστε συνήθως ότι η ταχύτητα έχει να κάνει με το πόσο γρήγορα κρούουμε τις χορδές, καλό θα ήταν να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι η ταχύτητα αποδέσμευσης είναι εξίσου σημαντική. Εξάλλου πολλές τεχνικές αποδίδουν καλύτερα όταν μελετώνται σαν ρεφλέξ, απ’ ότι με την παραδοσιακή της αργής ακριβούς μελέτης.
Στο σημείο αυτό για να γίνω πιο σαφής διευκρινίζω ότι τα παραπάνω αφορούν αυτούς που θέλουν να δανειστούν κάποιες από τις τεχνικές του flamenco, αν τώρα κάποιος θέλει να παίξει flamenco, τότε τα πράγματα αλλάζουν ριζικά κι αυτό γιατί οι μεν τεχνικές μπορεί να μαθαίνονται εύκολα, αυτό όμως που είναι τελείως διαφορετικό είναι η νοοτροπία και το υπόβαθρο.
Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε και πολλοί κλασικοί κιθαριστές, συχνά με αρκετά υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας, αναρωτιόνται γιατί ακόμα και όταν μάθουν τις τεχνικές, η κιθάρα δεν ακούγεται όπως θα ήθελαν…
Στο flamenco δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τις τεχνικές από την αίσθηση του ρυθμού, και του μέτρου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι πολοί μεγάλοι βιρτουόζοι του είδους, έχουν μαζί με την τεχνική τους αρτιότητα και μια αίσθηση του χρόνου, που πραγματικά κόβει την ανάσα. Πώς το μαθαίνει όμως κανείς αυτό αν δεν ζει στην Ισπανία; Το μόνο που έχω να πω είναι καλό κουράγιο! Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές. Κι αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που κάνουν την τέχνη του flamenco τόσο ζωντανή και γεμάτη γοητεία!
Χρίστος Τζιφάκις
tzifakis@tar.gr
(Σεπτέμβριος 2007)